Στις 15 του κάθε μήνα θα παρουσιάζω παλιούς, ιστορικούς δίσκους που έπαιξαν και συνεχίζουν να παίζουν σημαντικό ρόλο στο ελληνικό τραγούδι. Δίσκοι-ορόσημα που άφησαν ανεξίτηλο το σημάδι τους στο χρόνο λοιπόν, υπό τον τίτλο της μόνιμης μηνιαίας στήλης "Ψαχουλεύοντας στη δισκοθήκη".
Μουσική: Μάνος Λοϊζος
Στίχοι: Μανώλης Ρασούλης, Πυθαγόρας
Ερμηνεία: Χαρούλα Αλεξίου
Έτος κυκλοφορίας: 1979
Σήμερα θα κάνω μια αναφορά στον δίσκο του Μάνου Λοϊζου "Τα τραγούδια της Χαρούλας" με αφορμή τη συμπλήρωση 30 χρόνων από την πρώτη φορά που κυκλοφόρησε.
Είναι πολύ δύσκολο να μιλήσει κανείς για "Τα τραγούδια της Χαρούλας" χωρίς να κατανοήσει το κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο της εποχής εκείνης και την επίδραση που αυτό είχε στη μουσική και το τραγούδι. Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.
Τα τελευταία χρόνια της Χούντας αλλά και τα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης επικρατούσαν στα μουσικά πράγματα της χώρας τραγούδια με έντονο το χρώμα των φλογερών εκείνων χρόνων του αγώνα. Τραγούδια εμβατηριακά, με πολλά έντεχνα και "δωρικά" στοιχεία και στίχους που μιλούσαν μια γλώσσα πολλές φορές επιτηδευμένα "πολιτική" και "αγωνιστική". Όλο αυτό το κλίμα είχε αρχίσει να ατονίζει κάπως την περίοδο ακριβώς που ο Μάνος Λοϊζος ήταν στη διαδικασία δημιουργίας του δίσκου για τον οποίο μιλάμε σήμερα. Είχε φανεί μια κόπωση στον κόσμο από την ένταση όλων εκείνων των χρόνων και μια στροφή του προς πιο "εύκολα" και ξένοιαστα ακούσματα, χωρίς αυτό να σημαίνει βεβαίως ότι θα ήταν εύκολο για κάποιον δημιουργό εκείνης της εποχής να πάει κόντρα στο ρεύμα των τραγουδιών με σαφές πολιτικό περιεχόμενο.
Αυτό το μεταίχμιο της εποχής κατάφερε να ισορροπήσει τελικά στο δίσκο του ο Μάνος Λοϊζος με την πολύτιμη συμβολή του Μανώλη Ρασούλη στους στίχους και της Χαρούλας Αλεξίου στις ερμηνείες. Ο Ρασούλης είχε ήδη φέρει φρέσκο αέρα στο τραγούδι με την "Εκδίκηση της γυφτιάς", όπου παρουσιάζονται - ίσως για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια - τραγούδια πάνω σε λαϊκούς δρόμους με στίχο που να μιλά για τον έρωτα και την καθημερινότητα με μια γλώσσα απλή αλλά όχι ευτελή. Ο Λοϊζος γνωριζόταν με το Ρασούλη ήδη αρκετά χρόνια. Μετά την "Εκδίκηση της γυφτιάς" ο Λοϊζος του ζήτησε αμέσως να κάνουν μαζί έναν λαϊκό δίσκο με τη Χαρούλα Αλεξίου στις ερμηνείες. Υπήρχε ωστόσο ένα κομβικό πρόβλημα. Ο Λοϊζος δεν γνώριζε τόσο καλά τους λαϊκούς δρόμους, δηλαδή τους ρυθμούς και την τεχνοτροπία των ανατολίτικων ακουσμάτων με πιο απλά λόγια. Έτσι ζήτησε από τον Χρήστο Νικολόπουλο να του γράψει μια κασέτα με τους λαϊκούς δρόμους (ουσάκ, Νιαβέντι, σαμπάχ, μινόρε κτλ) την οποία μελετούσε καθημερινά επί πολλή καιρό.
Ο δίσκος πέρασε από χίλια-δυο κύματα μέχρι τελικά να εκδωθεί. Υπήρξαν πολλές διαφωνίες ανάμεσα στους δημιουργούς αλλά και από άλλους που ήταν στον περίγυρό τους. Υπήρχαν αμφιβολίες για το αν θα πρέπει ο δίσκος να κινηθεί εντελώς εκτός των πλαισίων που είχε τότε το τραγούδι ή αν κάτι τέτοιο θα ήταν καταστροφικό τόσο για την επιτυχία του δίσκου όσο και για το πρόσωπο του Λοϊζου που ήταν ένας καλλιτέχνης με σαφέστατη πολιτική τοποθέτηση στην Αριστερά και πιο συγκεκριμένα στο ΚΚΕ. Τελικά ο Λοϊζος τόλμησε και διακαιώνεται για αυτήν του την επιλογή μέχρι και σήμερα. Ο πολύ σημαντικός αυτός δημιουργός κατανόησε ή "μύρισε" στον αέρα την ανάγκη που είχε ο κόσμος για ένα τραγούδι με περισσότερο αισθησιασμό και λιγότερη επαναστατικότητα. Έλεγε χαρακτηριστικά: "Επέστρεψα στα τέλια, στις χορδές δηλαδή των λαϊκών οργάνων, που δίνουν ένα πανέμορφο συναίσθημα. Γύρω απ' αυτό έχω μια ολόκληρη θεωρία. Είναι κάτι που ταυτίζεται με την αγνή λαϊκή έκφραση, που δεν έχει ίσως πολλή σκέψη, που δεν έχει ίσως πολύ έντεχνο στοιχείο με το οποίο πολύ ταλαιπωρήσαμε τον εαυτό μας και τον κόσμο. Απ' την άλλη όμως δεν είμαι αφελής να πιστέψω ότι εμείς είμαστε έτσι απλοϊκοί και αγνοί, γιατί σε μας υπάρχει το σπέρμα της διανόησης, αυτό που λέμε μορφωμένος και υποψιασμένος άνθρωπος. Ένα πάντρεμα λοιπόν αυτών των δύο στοιχείων, του διανοητή με τη ζωή, τη λαϊκή μουσική και το ερωτικό πάθος - που η γενιά μας αρκετά το έθαψε - είναι Τα τραγούδια της Χαρούλας, που δεν είναι όλα ερωτικά. Υπάρχουν και μερικά κοινωνικού προβληματισμού οπως πια τον αισθάνομαι σήμερα" (Ελευθεροτυπία, 13 Αυγούστου 1979, λίγο μετά την κυκλοφορία του δίσκου).
Μετά το παραπάνω απόσπασμα από τη συνέντευξη του Λοϊζου νομίζω πως γίνεται εύκολα αντιληπτό τόσο το ύφος του δίσκου όσο και οι προθέσεις του δημιουργού. Πρόκειται για έναν δίσκο που ισορροπεί ανάμεσα στην έντεχνη μπαλάντα και στους λαϊκούς ήχους και ρυθμούς. Ανάμεσα στον αισθησιασμό και τον κοινωνικό προβληματισμό. Θεωρώ ότι το τραγούδι "Μες στο πλήθος" συνοψίζει με πολύ παραστατικό τρόπο τις προθέσεις του Λοϊζου και του Ρασούλη. Ξεκινάει με τη φωνή της Αλεξίου, σαν μια έντεχνη μπαλάντα με πολιτικές αναφορές "Μες στο πλήθος σ’ είχα δει το ’62 / στη διαδήλωση που βάφτηκε στο αίμα / κι η μορφή σου μου ’χε μείνει στο μυαλό / κι ούτε τ’ όνομα δεν ήξερα από σένα / Και στης λήθης το σεντόνι το λευκό / σε τυλίξαν τα πιο δύσκολά μου χρόνια / μα μια μέρα κάπου το ’68 / σε ξανάδα μες στο τρένο στην Oμόνοια." για να παρεμβληθεί η χαρακτηριστική λαϊκή φωνή του Δημήτρη Κοντογιάννη που προτρέπει "Κάνε διάλειμμα, Χαρούλα / πες μας τον καρσιλαμά / να γλυκάνεις τις καρδιές μας / και τα βρίσκουμε μετά." Με δυο λόγια ο δίσκος αυτός έλεγε στον κόσμο ότι υπάρχουν προβλήματα, υπάρχουν αγώνες στην πρώτη γραμμή, αλλά ας κάνουμε κι ένα διάλειμμα ενδιάμεσα, να βρούμε λίγο χρόνο να γλεντήσουμε με γνήσιο λαϊκό τρόπο.
Για τα τραγούδια του δίσκου τι να πει κανείς. Είναι όλα ένα κι ένα. Είναι από εκείνους τους δίσκους που τους ακούς από την αρχή μέχρι το τέλος χωρίς να "πετάξεις" τίποτα. Είναι χαρακτηριστικό ότι περιέχονται μερικά από τα μεγαλύτερα και πιο διαχρονικά τραγούδια τόσο του ίδιου του Λοϊζου όσο και του ελληνικού τραγουδιού γενικότερα όπως το υπέροχο και πασίγνωστο "Όλα σε θυμίζουν", το απίστευτης διορατικότητας και κοινωνικού προβληματισμού "Τίποτα δεν πάει χαμένο" που έχει μείνει ανεξίτηλο και θα μείνει για πολλές δεκαετίες ακόμα, τα πιο γλεντζέδικα και λαϊκά "Τέλι τέλι τέλι", ο "Φαντάρος", "Πες μου πώς γίνεται", "Την όγδοη μέρα" που άνετα θα μπορούσαν να συμπεριλαμβάνονται στα κορυφαία λαϊκά μας τραγούδια. Ειδική μνεία θα πρέπει να γίνει στη συμβολή του σπουδαίου στιχουργού Πυθαγόρα στο δίσκο με το υπέροχο "Σε πέντε ώρες ξημερώνει Κυριακή" (ένα τραγούδι εκπληκτικό κατά τη γνώμη μου που αναρωτιέμαι για ποιό λόγο ακούγεται λιγότερο από τα άλλα σήμερα) και τα "Τέλι τέλι τέλι" και "Τι να πω". Γενικά, σχεδόν όλα τα τραγούδια ακούγονται μέχρι και σήμερα σαν να γράφτηκαν χτες και όχι πριν 30 ολόκληρα χρόνια. Γνωρίζουν μεγάλη αποδοχή και από το σημερινό κοινό, πράγμα που σημαίνει ότι είναι διαχρονικά και μας δίνει το δικαίωμα να θεωρούμε το δίσκο αυτό έναν από τους κορυφαίους στην ιστορία του ελληνικού τραγουδιού.
"Τα τραγούδια της Χαρούλας" είναι ένας δίσκος κομβικός. Έφερε στο προσκήνιο νέα πράγματα για την εποχή του, σε στιχουργικό και συνθετικό επίπεδο. Ανέδειξε το ερμηνευτικό μεγαλείο της Χαρούλας Αλεξίου και την καθιέρωσε στις μεγάλες φωνές. Ήταν το αποτέλεσμα μιας στροφής που επιχείρησε ένας πολύ σπουδαίος δημιουργός όπως ο Μάνος Λοϊζος, που σαν γνήσιος προοδευτικός καλλιτέχνης έψαχνε το καινούριο όχι για να εντυπωσιάσει ή να προκαλέσει, αλλά για να επικοινωνήσει καλύτερα με το λαό, για να σπάσει στερεότυπα και ταμπέλες που οδηγούν σε "αγκυλώσεις". Δυστυχώς, όμως αυτός έμελλε να είναι ο προτελευταίος δίσκος του μεγάλου Μάνου Λοϊζου. Σε μια πολύ ώριμη στιγμή του καλλιτεχνικά, ατύχησε να αρρωστήσει και 3 χρόνια αργότερα να αφήσει την τελευταία του πνοή στη Μόσχα. Αλλά όπως είπαμε, όλα τον θυμίζουν, αφού τίποτα δεν πάει χαμένο...
Μουσική: Μάνος Λοϊζος
Στίχοι: Μανώλης Ρασούλης, Πυθαγόρας
Ερμηνεία: Χαρούλα Αλεξίου
Έτος κυκλοφορίας: 1979
Σήμερα θα κάνω μια αναφορά στον δίσκο του Μάνου Λοϊζου "Τα τραγούδια της Χαρούλας" με αφορμή τη συμπλήρωση 30 χρόνων από την πρώτη φορά που κυκλοφόρησε.
Είναι πολύ δύσκολο να μιλήσει κανείς για "Τα τραγούδια της Χαρούλας" χωρίς να κατανοήσει το κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο της εποχής εκείνης και την επίδραση που αυτό είχε στη μουσική και το τραγούδι. Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.
Τα τελευταία χρόνια της Χούντας αλλά και τα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης επικρατούσαν στα μουσικά πράγματα της χώρας τραγούδια με έντονο το χρώμα των φλογερών εκείνων χρόνων του αγώνα. Τραγούδια εμβατηριακά, με πολλά έντεχνα και "δωρικά" στοιχεία και στίχους που μιλούσαν μια γλώσσα πολλές φορές επιτηδευμένα "πολιτική" και "αγωνιστική". Όλο αυτό το κλίμα είχε αρχίσει να ατονίζει κάπως την περίοδο ακριβώς που ο Μάνος Λοϊζος ήταν στη διαδικασία δημιουργίας του δίσκου για τον οποίο μιλάμε σήμερα. Είχε φανεί μια κόπωση στον κόσμο από την ένταση όλων εκείνων των χρόνων και μια στροφή του προς πιο "εύκολα" και ξένοιαστα ακούσματα, χωρίς αυτό να σημαίνει βεβαίως ότι θα ήταν εύκολο για κάποιον δημιουργό εκείνης της εποχής να πάει κόντρα στο ρεύμα των τραγουδιών με σαφές πολιτικό περιεχόμενο.
Αυτό το μεταίχμιο της εποχής κατάφερε να ισορροπήσει τελικά στο δίσκο του ο Μάνος Λοϊζος με την πολύτιμη συμβολή του Μανώλη Ρασούλη στους στίχους και της Χαρούλας Αλεξίου στις ερμηνείες. Ο Ρασούλης είχε ήδη φέρει φρέσκο αέρα στο τραγούδι με την "Εκδίκηση της γυφτιάς", όπου παρουσιάζονται - ίσως για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια - τραγούδια πάνω σε λαϊκούς δρόμους με στίχο που να μιλά για τον έρωτα και την καθημερινότητα με μια γλώσσα απλή αλλά όχι ευτελή. Ο Λοϊζος γνωριζόταν με το Ρασούλη ήδη αρκετά χρόνια. Μετά την "Εκδίκηση της γυφτιάς" ο Λοϊζος του ζήτησε αμέσως να κάνουν μαζί έναν λαϊκό δίσκο με τη Χαρούλα Αλεξίου στις ερμηνείες. Υπήρχε ωστόσο ένα κομβικό πρόβλημα. Ο Λοϊζος δεν γνώριζε τόσο καλά τους λαϊκούς δρόμους, δηλαδή τους ρυθμούς και την τεχνοτροπία των ανατολίτικων ακουσμάτων με πιο απλά λόγια. Έτσι ζήτησε από τον Χρήστο Νικολόπουλο να του γράψει μια κασέτα με τους λαϊκούς δρόμους (ουσάκ, Νιαβέντι, σαμπάχ, μινόρε κτλ) την οποία μελετούσε καθημερινά επί πολλή καιρό.
Ο δίσκος πέρασε από χίλια-δυο κύματα μέχρι τελικά να εκδωθεί. Υπήρξαν πολλές διαφωνίες ανάμεσα στους δημιουργούς αλλά και από άλλους που ήταν στον περίγυρό τους. Υπήρχαν αμφιβολίες για το αν θα πρέπει ο δίσκος να κινηθεί εντελώς εκτός των πλαισίων που είχε τότε το τραγούδι ή αν κάτι τέτοιο θα ήταν καταστροφικό τόσο για την επιτυχία του δίσκου όσο και για το πρόσωπο του Λοϊζου που ήταν ένας καλλιτέχνης με σαφέστατη πολιτική τοποθέτηση στην Αριστερά και πιο συγκεκριμένα στο ΚΚΕ. Τελικά ο Λοϊζος τόλμησε και διακαιώνεται για αυτήν του την επιλογή μέχρι και σήμερα. Ο πολύ σημαντικός αυτός δημιουργός κατανόησε ή "μύρισε" στον αέρα την ανάγκη που είχε ο κόσμος για ένα τραγούδι με περισσότερο αισθησιασμό και λιγότερη επαναστατικότητα. Έλεγε χαρακτηριστικά: "Επέστρεψα στα τέλια, στις χορδές δηλαδή των λαϊκών οργάνων, που δίνουν ένα πανέμορφο συναίσθημα. Γύρω απ' αυτό έχω μια ολόκληρη θεωρία. Είναι κάτι που ταυτίζεται με την αγνή λαϊκή έκφραση, που δεν έχει ίσως πολλή σκέψη, που δεν έχει ίσως πολύ έντεχνο στοιχείο με το οποίο πολύ ταλαιπωρήσαμε τον εαυτό μας και τον κόσμο. Απ' την άλλη όμως δεν είμαι αφελής να πιστέψω ότι εμείς είμαστε έτσι απλοϊκοί και αγνοί, γιατί σε μας υπάρχει το σπέρμα της διανόησης, αυτό που λέμε μορφωμένος και υποψιασμένος άνθρωπος. Ένα πάντρεμα λοιπόν αυτών των δύο στοιχείων, του διανοητή με τη ζωή, τη λαϊκή μουσική και το ερωτικό πάθος - που η γενιά μας αρκετά το έθαψε - είναι Τα τραγούδια της Χαρούλας, που δεν είναι όλα ερωτικά. Υπάρχουν και μερικά κοινωνικού προβληματισμού οπως πια τον αισθάνομαι σήμερα" (Ελευθεροτυπία, 13 Αυγούστου 1979, λίγο μετά την κυκλοφορία του δίσκου).
Μετά το παραπάνω απόσπασμα από τη συνέντευξη του Λοϊζου νομίζω πως γίνεται εύκολα αντιληπτό τόσο το ύφος του δίσκου όσο και οι προθέσεις του δημιουργού. Πρόκειται για έναν δίσκο που ισορροπεί ανάμεσα στην έντεχνη μπαλάντα και στους λαϊκούς ήχους και ρυθμούς. Ανάμεσα στον αισθησιασμό και τον κοινωνικό προβληματισμό. Θεωρώ ότι το τραγούδι "Μες στο πλήθος" συνοψίζει με πολύ παραστατικό τρόπο τις προθέσεις του Λοϊζου και του Ρασούλη. Ξεκινάει με τη φωνή της Αλεξίου, σαν μια έντεχνη μπαλάντα με πολιτικές αναφορές "Μες στο πλήθος σ’ είχα δει το ’62 / στη διαδήλωση που βάφτηκε στο αίμα / κι η μορφή σου μου ’χε μείνει στο μυαλό / κι ούτε τ’ όνομα δεν ήξερα από σένα / Και στης λήθης το σεντόνι το λευκό / σε τυλίξαν τα πιο δύσκολά μου χρόνια / μα μια μέρα κάπου το ’68 / σε ξανάδα μες στο τρένο στην Oμόνοια." για να παρεμβληθεί η χαρακτηριστική λαϊκή φωνή του Δημήτρη Κοντογιάννη που προτρέπει "Κάνε διάλειμμα, Χαρούλα / πες μας τον καρσιλαμά / να γλυκάνεις τις καρδιές μας / και τα βρίσκουμε μετά." Με δυο λόγια ο δίσκος αυτός έλεγε στον κόσμο ότι υπάρχουν προβλήματα, υπάρχουν αγώνες στην πρώτη γραμμή, αλλά ας κάνουμε κι ένα διάλειμμα ενδιάμεσα, να βρούμε λίγο χρόνο να γλεντήσουμε με γνήσιο λαϊκό τρόπο.
Για τα τραγούδια του δίσκου τι να πει κανείς. Είναι όλα ένα κι ένα. Είναι από εκείνους τους δίσκους που τους ακούς από την αρχή μέχρι το τέλος χωρίς να "πετάξεις" τίποτα. Είναι χαρακτηριστικό ότι περιέχονται μερικά από τα μεγαλύτερα και πιο διαχρονικά τραγούδια τόσο του ίδιου του Λοϊζου όσο και του ελληνικού τραγουδιού γενικότερα όπως το υπέροχο και πασίγνωστο "Όλα σε θυμίζουν", το απίστευτης διορατικότητας και κοινωνικού προβληματισμού "Τίποτα δεν πάει χαμένο" που έχει μείνει ανεξίτηλο και θα μείνει για πολλές δεκαετίες ακόμα, τα πιο γλεντζέδικα και λαϊκά "Τέλι τέλι τέλι", ο "Φαντάρος", "Πες μου πώς γίνεται", "Την όγδοη μέρα" που άνετα θα μπορούσαν να συμπεριλαμβάνονται στα κορυφαία λαϊκά μας τραγούδια. Ειδική μνεία θα πρέπει να γίνει στη συμβολή του σπουδαίου στιχουργού Πυθαγόρα στο δίσκο με το υπέροχο "Σε πέντε ώρες ξημερώνει Κυριακή" (ένα τραγούδι εκπληκτικό κατά τη γνώμη μου που αναρωτιέμαι για ποιό λόγο ακούγεται λιγότερο από τα άλλα σήμερα) και τα "Τέλι τέλι τέλι" και "Τι να πω". Γενικά, σχεδόν όλα τα τραγούδια ακούγονται μέχρι και σήμερα σαν να γράφτηκαν χτες και όχι πριν 30 ολόκληρα χρόνια. Γνωρίζουν μεγάλη αποδοχή και από το σημερινό κοινό, πράγμα που σημαίνει ότι είναι διαχρονικά και μας δίνει το δικαίωμα να θεωρούμε το δίσκο αυτό έναν από τους κορυφαίους στην ιστορία του ελληνικού τραγουδιού.
"Τα τραγούδια της Χαρούλας" είναι ένας δίσκος κομβικός. Έφερε στο προσκήνιο νέα πράγματα για την εποχή του, σε στιχουργικό και συνθετικό επίπεδο. Ανέδειξε το ερμηνευτικό μεγαλείο της Χαρούλας Αλεξίου και την καθιέρωσε στις μεγάλες φωνές. Ήταν το αποτέλεσμα μιας στροφής που επιχείρησε ένας πολύ σπουδαίος δημιουργός όπως ο Μάνος Λοϊζος, που σαν γνήσιος προοδευτικός καλλιτέχνης έψαχνε το καινούριο όχι για να εντυπωσιάσει ή να προκαλέσει, αλλά για να επικοινωνήσει καλύτερα με το λαό, για να σπάσει στερεότυπα και ταμπέλες που οδηγούν σε "αγκυλώσεις". Δυστυχώς, όμως αυτός έμελλε να είναι ο προτελευταίος δίσκος του μεγάλου Μάνου Λοϊζου. Σε μια πολύ ώριμη στιγμή του καλλιτεχνικά, ατύχησε να αρρωστήσει και 3 χρόνια αργότερα να αφήσει την τελευταία του πνοή στη Μόσχα. Αλλά όπως είπαμε, όλα τον θυμίζουν, αφού τίποτα δεν πάει χαμένο...
Σχεδόν πενήντα χρόνια βάσανα και διωγμοί
Τώρα στη μαύρη αρρώστια ανάξια πλερωμή
Το δίκιο του αγώνα πολλά σου στέρησε
μα η ζωή η λεχώνα ελπίδες γέννησε
Τίποτα δεν πάει χαμένο στη χαμένη σου ζωή
Τ’ όνειρό σου ανασταίνω και το κάθε σου γιατί
Ποτέ δε λες η μοίρα πως σε αδίκησε
μα μόνο η ιστορία αλλιώς σου μίλησε
Σκυφτός στα καφενεία, στους δρόμους σκεφτικός
μα χτες μες στην πορεία περνούσες γελαστός
Τώρα στη μαύρη αρρώστια ανάξια πλερωμή
Το δίκιο του αγώνα πολλά σου στέρησε
μα η ζωή η λεχώνα ελπίδες γέννησε
Τίποτα δεν πάει χαμένο στη χαμένη σου ζωή
Τ’ όνειρό σου ανασταίνω και το κάθε σου γιατί
Ποτέ δε λες η μοίρα πως σε αδίκησε
μα μόνο η ιστορία αλλιώς σου μίλησε
Σκυφτός στα καφενεία, στους δρόμους σκεφτικός
μα χτες μες στην πορεία περνούσες γελαστός
Τίποτα δεν πάει χαμένο στη χαμένη σου ζωή
Τ’ όνειρό σου ανασταίνω και το κάθε σου γιατί
Τ’ όνειρό σου ανασταίνω και το κάθε σου γιατί
~Η στήλη "Ψαχουλεύοντας στη δισκοθήκη" θα εμφανίζεται στις 15 του κάθε μήνα~
Για να δείτε όλα τα άρθρα της στήλης "Ψαχουλεύοντας στη δισκοθήκη" κάντε κλικ εδώ
Για να δείτε όλα τα άρθρα της στήλης "Ψαχουλεύοντας στη δισκοθήκη" κάντε κλικ εδώ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου