Νίκος Καββαδίας
11.1.1910 - 10.2.1975
100 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΗ ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ
1910-2010
1910-2010
***
Πίσω στα λυκειακά χρόνια. Ένα κλασικό μεσημέρι μετά το σχολείο...
- Πώς πήγε το σχολείο;
- Καλά.
- Τι κάνατε σήμερα;
- Ωχ ρε μάνα! Αυτή η ερώτηση κάθε φορά... Τι να κάναμε; Τα ίδια που κάνουμε κάθε φορά.
- Εντάξει μωρέ, μην αγριεύεις. Κάτι πρέπει να ρωτήσω. Τι δηλαδή, να μην λέμε τίποτα;
...
(περνάει λίγη ώρα, καθόμαστε τρώμε)
- Α δεν σου 'πα
- Τι;
- Κάναμε σήμερα στα Κείμενα ένα ποίημα απίστευτο! Ήταν του Καββαδία.
- Του Καββαδία;
- Αυτουνού που γράφει για τη θάλασσα και τα ταξίδιααα... Που λέει κι ο Παπακωνσταντίνου ένα ποίημά του σε τραγούδιιι... Που το βάζει ο μπαμπάς σε κασέτα στο αμάξι και φωναζειιις... Αυτό που λέει "Ήταν εκείνη τη νυχτιά που φύσαγε ο βαρδάρης"... Και το άλλο που λέει "Ένα στιλέτο έχω μικρό στη ζώνη μου σφιγμένο"... Ε αυτός που τα έχει γράψει αυτά είναι ο Καββαδίας.
- Α μάλιστα. Και για πες.
- Κάναμε που λες ένα ποίημά του που έλεγε για μια ιστορία απίστευτη. (με μάτια γουρλωμένα και όλο ενθουσιασμό) Δεν θυμάμαι τον τίτλο, αλλά έλεγε μέσα ότι είχε γνωρίσει μια πολύ όμορφη γυναίκα και την είχε ερωτευτεί. Όμως χάθηκαν σε κάποιο λιμάνι και τα υπόλοιπα χρόνια την σκεφτόταν πάντα σαν κάτι το ιερό. Τον είχε σημαδέψει βαθιά αυτός ο έρωτας. Της είχε χαρίσει και έναν σταυρό. Της τον πέρασε στον λαιμό πριν χωριστούν. Και άκου να δεις τι έγινε μετά.
- Τι έγινε;
- Σε ένα από τα ταξίδια του κατέβηκε σε ένα λιμάνι - στη Γαλλία νομίζω - και πήγε στις πόρνες. Κατέβηκε σε ένα σκοτεινό δωμάτιο με μία από αυτές και όταν ξημέρωσε ανακάλυψε ότι η γυναίκα αυτή φορούσε το σταυρό που αυτός είχε χαρίσει σε εκείνη που σου λεγα. Ήταν η ίδια! Απίστευτο;;! Πραγματικά εντυπωσιάστηκα.
- Μάλιστα. Κοίτα να δεις τι γίνεται. Τραγικά πράγματα...
- Φοβερή ιστορία! Τι έγραφε αυτός ο Καββαδίας ε; Λες να το είχε ζήσει; Λένε πως οι ναυτικοί ζούνε απίστευτα πράγματα. (με γουρλωμένα μάτια και φαντασία σε πλήρη έξαρση!)
[ Αυτά είχα καταλάβει και ήταν και πολλά έτσι όπως την κάναμε την Λογοτεχνία στο σχολείο ]
- Πώς πήγε το σχολείο;
- Καλά.
- Τι κάνατε σήμερα;
- Ωχ ρε μάνα! Αυτή η ερώτηση κάθε φορά... Τι να κάναμε; Τα ίδια που κάνουμε κάθε φορά.
- Εντάξει μωρέ, μην αγριεύεις. Κάτι πρέπει να ρωτήσω. Τι δηλαδή, να μην λέμε τίποτα;
...
(περνάει λίγη ώρα, καθόμαστε τρώμε)
- Α δεν σου 'πα
- Τι;
- Κάναμε σήμερα στα Κείμενα ένα ποίημα απίστευτο! Ήταν του Καββαδία.
- Του Καββαδία;
- Αυτουνού που γράφει για τη θάλασσα και τα ταξίδιααα... Που λέει κι ο Παπακωνσταντίνου ένα ποίημά του σε τραγούδιιι... Που το βάζει ο μπαμπάς σε κασέτα στο αμάξι και φωναζειιις... Αυτό που λέει "Ήταν εκείνη τη νυχτιά που φύσαγε ο βαρδάρης"... Και το άλλο που λέει "Ένα στιλέτο έχω μικρό στη ζώνη μου σφιγμένο"... Ε αυτός που τα έχει γράψει αυτά είναι ο Καββαδίας.
- Α μάλιστα. Και για πες.
- Κάναμε που λες ένα ποίημά του που έλεγε για μια ιστορία απίστευτη. (με μάτια γουρλωμένα και όλο ενθουσιασμό) Δεν θυμάμαι τον τίτλο, αλλά έλεγε μέσα ότι είχε γνωρίσει μια πολύ όμορφη γυναίκα και την είχε ερωτευτεί. Όμως χάθηκαν σε κάποιο λιμάνι και τα υπόλοιπα χρόνια την σκεφτόταν πάντα σαν κάτι το ιερό. Τον είχε σημαδέψει βαθιά αυτός ο έρωτας. Της είχε χαρίσει και έναν σταυρό. Της τον πέρασε στον λαιμό πριν χωριστούν. Και άκου να δεις τι έγινε μετά.
- Τι έγινε;
- Σε ένα από τα ταξίδια του κατέβηκε σε ένα λιμάνι - στη Γαλλία νομίζω - και πήγε στις πόρνες. Κατέβηκε σε ένα σκοτεινό δωμάτιο με μία από αυτές και όταν ξημέρωσε ανακάλυψε ότι η γυναίκα αυτή φορούσε το σταυρό που αυτός είχε χαρίσει σε εκείνη που σου λεγα. Ήταν η ίδια! Απίστευτο;;! Πραγματικά εντυπωσιάστηκα.
- Μάλιστα. Κοίτα να δεις τι γίνεται. Τραγικά πράγματα...
- Φοβερή ιστορία! Τι έγραφε αυτός ο Καββαδίας ε; Λες να το είχε ζήσει; Λένε πως οι ναυτικοί ζούνε απίστευτα πράγματα. (με γουρλωμένα μάτια και φαντασία σε πλήρη έξαρση!)
[ Αυτά είχα καταλάβει και ήταν και πολλά έτσι όπως την κάναμε την Λογοτεχνία στο σχολείο ]
***
ΜΑΡΑΜΠΟΥ
Λένε για μένα οι ναυτικοί που εζήσαμε μαζί
πως είμαι κακοτράχαλο τομάρι διεστραμμένο,
πως τις γυναίκες μ' ένα τρόπον ύπουλο μισώ
κι ότι μ' αυτές να κοιμηθώ ποτέ μου δεν πηγαίνω.
Ακόμα, λένε πως τραβώ χασίσι και κοκό
πως κάποιο πάθος με κρατεί φριχτό και σιχαμένο,
κι ολόκληρο έχω το κορμί με ζωγραφιές αισχρές,
σιχαμερά παράξενες, βαθιά στιγματισμένο.
Ακόμα, λένε πράματα φριχτά παρά πολύ,
που είν' όμως ψέματα χοντρά και κατασκευασμένα,
κι αυτό που εστοίχισε σε με πληγές θανατερές
κανείς δεν το 'μαθε , γιατί δεν το 'πα σε κανένα.
Μ' απόψε, τώρα που έπεσεν η τροπική βραδιά,
και φεύγουν προς τα δυτικά των Μαραμπού τα σμήνη,
κάτι με σπρώχνει επίμονα να γράψω στο χαρτί,
εκείνο, που παντοτινή κρυφή πληγή μου εγίνη.
Ήμουνα τότε δόκιμος σ' ένα λαμπρό ποστάλ
και ταξιδεύαμε Αίγυπτο γραμμή Νότιο Γαλλία.
Τότε τη γνώρισα - σαν άνθος έμοιαζε αλπικό -
και μια στενή μας έδεσεν αδελφική φιλία.
Αριστοκρατική, λεπτή και μελαγχολική,
κόρη ενός πλούσιου Αιγύπτιου όπού 'χε αυτοκτονήσει,
ταξίδευε τη λύπη της σε χώρες μακρινές,
μήπως εκεί γινότανε να τήνε λησμονήσει.
Πάντα σχεδόν της Μπασκιρτσέφ* κρατούσε το Ζουρνάλ*,
και την Αγία της Άβιλας* παράφορα αγαπούσε,
συχνά στίχους απάγγελνε θλιμμένους γαλλικούς,
κι ώρες πολλές προς τη γαλάζιαν έκταση εκοιτούσε.
Κι εγώ, που μόνον εταιρών εγνώριζα κορμιά,
κι είχα μιαν άβουλη ψυχή δαρμένη απ' τα πελάη,
μπροστά της εξανάβρισκα την παιδική χαρά
και, σαν προφήτη, εκστατικός την άκουα να μιλάει.
Ένα μικρό της πέρασα σταυρόν απ' το λαιμό
κι εκείνη ένα μου χάρισε μεγάλο πορτοφόλι
κι ήμουν ο πιο δυστυχισμένος άνθρωπος της γης,
όταν εφθάσαμε σ' αυτήν που θα 'φευγε την πόλη.
Την εσκεφτόμουνα πολλές φορές στα φορτηγά,
ως ένα παραστάτη μου κι άγγελο φύλακά μου,
και μια φωτογραφία της στην πλώρη ήταν για με
όαση, που ένας συναντά μέσ' στην καρδιά της Άμμου.
Νομίζω πως θε να 'πρεπε να σταματήσω εδώ.
Τρέμει το χέρι μου, ο θερμός αγέρας με φλογίζει.
Κάτι άνθη εξαίσια τροπικά του ποταμού βρωμούν,
κι ένα βλακώδες Μαραμπού παράμερα γρυλίζει.
Θα προχωρήσω! ... Μια βραδιά σε πόρτο ξενικό
είχα μεθύσει τρομερά με ουίσκυ, τζιν και μπύρα,
και κατά τα μεσάνυχτα, τρικλίζοντας βαριά,
το δρόμο προς τα βρωμερά, χαμένα σπίτια επήρα.
Αισχρές γυναίκες τράβαγαν εκεί τους ναυτικούς,
κάποια μ' άρπαξ' απότομα, γελώντας, το καπέλο
(παλιά συνήθεια γαλλική του δρόμου των πορνών)
κι εγώ την ακολούθησα σχεδόν χωρίς να θέλω.
Μια κάμαρα στενή, μικρή, σαν όλες βρωμερή,
οι ασβέστες απ' τους τοίχους της επέφτανε κομμάτια,
κι αυτή ράκος ανθρώπινο που εμίλαγε βραχνά,
με σκοτεινά, παράξενα, δαιμονισμένα μάτια.
Της είπα κι έσβησε το φως. Επέσαμε μαζί.
Τα δάχτυλά μου καθαρά μέτρααν τα κόκαλά της.
Βρωμούσε αψέντι. Εξύπνησα, ως λένε οι ποιητές,
"μόλις εσκόρπιζεν η αυγή τα ροδοπέταλά της".
Όταν την είδα και στο φως τ' αχνό το πρωινό,
μου φάνηκε λυπητερή, μα κολασμένη τόσο,
που μ' ένα δέος αλλόκοτο, σαν να 'χα φοβηθεί,
το πορτοφόλι μου έβγαλα γοργά να την πληρώσω.
Δώδεκα φράγκα γαλλικά ... Μα έβγαλε μια φωνή,
κι είδα μια εμένα να κοιτά με μάτι αγριεμένο,
και μια το πορτοφόλι μου ... Μ' απόμεινα κι εγώ
ένα σταυρόν απάνω της σαν είδα κρεμασμένο.
Ξεχνώντας το καπέλο μου βγήκα σαν τον τρελό,
σαν τον τρελό που αδιάκοπα τρικλίζει και χαζεύει,
φέρνοντας μέσα στο αίμα μου μια αρρώστια τρομερή,
που ακόμα βασανιστικά το σώμα μου παιδεύει.
Λένε για μένα οι ναυτικοί που εκάμαμε μαζί
πως χρόνια τώρα με γυναίκα εγώ δεν έχω πέσει,
πως είμαι παλιοτόμαρο και πως τραβάω κοκό,
Μ' αν ήξεραν οι δύστυχοι, θα μ' είχαν συχωρέσει ...
Το χέρι τρέμει ... Ο πυρετός ... Ξεχάστηκα πολύ,
ασάλευτο ένα Μαραμπού στην όχθη να κοιτάζω.
Κι έτσι καθώς επίμονα κι εκείνο με κοιτά,
νομίζω πως στη μοναξιά και στη βλακεία του μοιάζω ...
Λένε για μένα οι ναυτικοί που εζήσαμε μαζί
πως είμαι κακοτράχαλο τομάρι διεστραμμένο,
πως τις γυναίκες μ' ένα τρόπον ύπουλο μισώ
κι ότι μ' αυτές να κοιμηθώ ποτέ μου δεν πηγαίνω.
Ακόμα, λένε πως τραβώ χασίσι και κοκό
πως κάποιο πάθος με κρατεί φριχτό και σιχαμένο,
κι ολόκληρο έχω το κορμί με ζωγραφιές αισχρές,
σιχαμερά παράξενες, βαθιά στιγματισμένο.
Ακόμα, λένε πράματα φριχτά παρά πολύ,
που είν' όμως ψέματα χοντρά και κατασκευασμένα,
κι αυτό που εστοίχισε σε με πληγές θανατερές
κανείς δεν το 'μαθε , γιατί δεν το 'πα σε κανένα.
Μ' απόψε, τώρα που έπεσεν η τροπική βραδιά,
και φεύγουν προς τα δυτικά των Μαραμπού τα σμήνη,
κάτι με σπρώχνει επίμονα να γράψω στο χαρτί,
εκείνο, που παντοτινή κρυφή πληγή μου εγίνη.
Ήμουνα τότε δόκιμος σ' ένα λαμπρό ποστάλ
και ταξιδεύαμε Αίγυπτο γραμμή Νότιο Γαλλία.
Τότε τη γνώρισα - σαν άνθος έμοιαζε αλπικό -
και μια στενή μας έδεσεν αδελφική φιλία.
Αριστοκρατική, λεπτή και μελαγχολική,
κόρη ενός πλούσιου Αιγύπτιου όπού 'χε αυτοκτονήσει,
ταξίδευε τη λύπη της σε χώρες μακρινές,
μήπως εκεί γινότανε να τήνε λησμονήσει.
Πάντα σχεδόν της Μπασκιρτσέφ* κρατούσε το Ζουρνάλ*,
και την Αγία της Άβιλας* παράφορα αγαπούσε,
συχνά στίχους απάγγελνε θλιμμένους γαλλικούς,
κι ώρες πολλές προς τη γαλάζιαν έκταση εκοιτούσε.
Κι εγώ, που μόνον εταιρών εγνώριζα κορμιά,
κι είχα μιαν άβουλη ψυχή δαρμένη απ' τα πελάη,
μπροστά της εξανάβρισκα την παιδική χαρά
και, σαν προφήτη, εκστατικός την άκουα να μιλάει.
Ένα μικρό της πέρασα σταυρόν απ' το λαιμό
κι εκείνη ένα μου χάρισε μεγάλο πορτοφόλι
κι ήμουν ο πιο δυστυχισμένος άνθρωπος της γης,
όταν εφθάσαμε σ' αυτήν που θα 'φευγε την πόλη.
Την εσκεφτόμουνα πολλές φορές στα φορτηγά,
ως ένα παραστάτη μου κι άγγελο φύλακά μου,
και μια φωτογραφία της στην πλώρη ήταν για με
όαση, που ένας συναντά μέσ' στην καρδιά της Άμμου.
Νομίζω πως θε να 'πρεπε να σταματήσω εδώ.
Τρέμει το χέρι μου, ο θερμός αγέρας με φλογίζει.
Κάτι άνθη εξαίσια τροπικά του ποταμού βρωμούν,
κι ένα βλακώδες Μαραμπού παράμερα γρυλίζει.
Θα προχωρήσω! ... Μια βραδιά σε πόρτο ξενικό
είχα μεθύσει τρομερά με ουίσκυ, τζιν και μπύρα,
και κατά τα μεσάνυχτα, τρικλίζοντας βαριά,
το δρόμο προς τα βρωμερά, χαμένα σπίτια επήρα.
Αισχρές γυναίκες τράβαγαν εκεί τους ναυτικούς,
κάποια μ' άρπαξ' απότομα, γελώντας, το καπέλο
(παλιά συνήθεια γαλλική του δρόμου των πορνών)
κι εγώ την ακολούθησα σχεδόν χωρίς να θέλω.
Μια κάμαρα στενή, μικρή, σαν όλες βρωμερή,
οι ασβέστες απ' τους τοίχους της επέφτανε κομμάτια,
κι αυτή ράκος ανθρώπινο που εμίλαγε βραχνά,
με σκοτεινά, παράξενα, δαιμονισμένα μάτια.
Της είπα κι έσβησε το φως. Επέσαμε μαζί.
Τα δάχτυλά μου καθαρά μέτρααν τα κόκαλά της.
Βρωμούσε αψέντι. Εξύπνησα, ως λένε οι ποιητές,
"μόλις εσκόρπιζεν η αυγή τα ροδοπέταλά της".
Όταν την είδα και στο φως τ' αχνό το πρωινό,
μου φάνηκε λυπητερή, μα κολασμένη τόσο,
που μ' ένα δέος αλλόκοτο, σαν να 'χα φοβηθεί,
το πορτοφόλι μου έβγαλα γοργά να την πληρώσω.
Δώδεκα φράγκα γαλλικά ... Μα έβγαλε μια φωνή,
κι είδα μια εμένα να κοιτά με μάτι αγριεμένο,
και μια το πορτοφόλι μου ... Μ' απόμεινα κι εγώ
ένα σταυρόν απάνω της σαν είδα κρεμασμένο.
Ξεχνώντας το καπέλο μου βγήκα σαν τον τρελό,
σαν τον τρελό που αδιάκοπα τρικλίζει και χαζεύει,
φέρνοντας μέσα στο αίμα μου μια αρρώστια τρομερή,
που ακόμα βασανιστικά το σώμα μου παιδεύει.
Λένε για μένα οι ναυτικοί που εκάμαμε μαζί
πως χρόνια τώρα με γυναίκα εγώ δεν έχω πέσει,
πως είμαι παλιοτόμαρο και πως τραβάω κοκό,
Μ' αν ήξεραν οι δύστυχοι, θα μ' είχαν συχωρέσει ...
Το χέρι τρέμει ... Ο πυρετός ... Ξεχάστηκα πολύ,
ασάλευτο ένα Μαραμπού στην όχθη να κοιτάζω.
Κι έτσι καθώς επίμονα κι εκείνο με κοιτά,
νομίζω πως στη μοναξιά και στη βλακεία του μοιάζω ...
Από την πρώτη ποιητική συλλογή του Νίκου Καββαδία με τον τίτλο "Μαραμπού" (1933)
*Μαραμπού: αραβική ονομασία για τροπικό πτηνό που μοιάζει με πελαργό
Μπασκιρτσέφ: Μαρία Μπάσκιρτσεφ - ζωγράφος, γλύπτης και συγγραφέας των αρχών του 20ου αιώνα (αν δεν κάνω λάθος). Υπήρξε σύμβολο των μορφωμένων και φιλελεύθερων γυναικών της εποχής της διότι, μεταξύ άλλων, υπεραμύνθηκε των δικαιωμάτων της γυναίκας στην Τέχνη
Ζουρνάλ (της Μπασκιρτσέφ): Αναφορά στο "Ημερολόγιο της Μαρίας Μπάσκιρτσεφ", το βιβλίο-ημερολόγιο στο οποίο ανέπτυξε κυρίως τις απόψεις της
Αγία της Άβιλας: (επίσης αν δεν κάνω λάθος) Αγία της Ισπανίας, έζησε γύρω στον 16ο αιώνα και έκανε πολλές φιλανθρωπίες, ενώ υπέφερε και από διάφορες ασθένειες.
Μπασκιρτσέφ: Μαρία Μπάσκιρτσεφ - ζωγράφος, γλύπτης και συγγραφέας των αρχών του 20ου αιώνα (αν δεν κάνω λάθος). Υπήρξε σύμβολο των μορφωμένων και φιλελεύθερων γυναικών της εποχής της διότι, μεταξύ άλλων, υπεραμύνθηκε των δικαιωμάτων της γυναίκας στην Τέχνη
Ζουρνάλ (της Μπασκιρτσέφ): Αναφορά στο "Ημερολόγιο της Μαρίας Μπάσκιρτσεφ", το βιβλίο-ημερολόγιο στο οποίο ανέπτυξε κυρίως τις απόψεις της
Αγία της Άβιλας: (επίσης αν δεν κάνω λάθος) Αγία της Ισπανίας, έζησε γύρω στον 16ο αιώνα και έκανε πολλές φιλανθρωπίες, ενώ υπέφερε και από διάφορες ασθένειες.
4 σχόλια:
Πολλά πολλά συγχαρητήρια κι άπειρες ευχαριστίες.
Ο Καββαδίας, θα το ξέρεις φαντάζομαι, είχε και το παρατσούκλι "Μαραμπού". Την ποίησή του τη νιώθω πολύ κοντά μου - κατά έναν περίεργο τρόπο (αφού δεν είμαι ναυτικός, εννοώ).
Τα ποιήματά του που εγιναν τραγούδια μου έκαναν συντροφιά τα εφηβικά μου χρόνια (ο πατέρας μου ναυτικός και έτσι τον είχα κοντά μου-κατά κάποιο τρόπο).
Ένα από αυτά ήταν και το μαραμπού που από την Μαρίζα Κωχ ακούσαμε μόνο ένα μικρό απόσπασμά του...
Ότι και να πούμε για τον Καββαδία...
Ωραία τα έλεγε...
Έχεις την καλησπέρα μου @stepas, καλό Σ/Κ...
...Ωπ, και Δ, τριήμερο έχουμε μπροστά.
Εγώ σ'ευχαριστώ Νερένια μου για τα καλά σου λόγια. Να'σαι καλά!
Ναι, κάπου το είχα διαβάσει ότι είχε αυτό το παρατσούκλι.
Ακριβώς το ίδιο κι εγώ! Όχι απλά δεν είμαι ναυτικός, αλλά μόνο θαλασσινός τύπος δεν μπορώ να χαρακτηριστώ. Δεν είμαι καν από εκείνους δηλ που το καλοκαίρι κάθονται 10 ώρες στη θάλασσα και δεν την χορταίνουν. Κι όμως, η ποίηση του Καββαδία με ξετρελαίνει! Είναι ένας από τους 2-3 πολύ αγαπημένους μου ποιητές.
s0t
Κι εγώ στην εφηβεία μου ήρθα σε επαφή με την ποίηση του Καββαδία μέσα από τα τραγούδια που βασίστηκαν σε στίχους του.
Πατέρας ναυτικός = σε ακουμπάει πολύ περισσότερο η ποίηση αυτή από εμάς που δεν έχουμε ούτε έμμεση σχέση με τη θάλασσα.
Όντως, ευτυχώς που μου το θύμισες, η Κωχ πρέπει να έχει πει ένα απόσπασμα από το Μαραμπού.
Ακριβώς αυτό. Ό,τι και να πούμε...
Θέλω κι εγώ να γράψω πολλά, αλλά δεν περιγράφονται εύκολα τα συναισθήματα ή ο θαυμασμός για την ποίηση αυτή.
Σ'ευχαριστώ πάρα πολύ για το σχόλιό σου και σου εύχομαι κι εγώ καλό ΣουΚου, καλή Καθαροδευτέρα και να περάσεις τέλεια!
Δημοσίευση σχολίου