Σάββατο 25 Ιουλίου 2009

Ψαχουλεύοντας στη δισκοθήκη #3 - "Η εκδίκηση της γυφτιάς"

Μία φορά το μήνα θα παρουσιάζω παλιούς, ιστορικούς δίσκους που έπαιξαν και συνεχίζουν να παίζουν σημαντικό ρόλο στο ελληνικό τραγούδι. Δίσκοι-ορόσημα που άφησαν ανεξίτηλο το σημάδι τους στο χρόνο, υπό τον τίτλο της μόνιμης μηνιαίας στήλης "Ψαχουλεύοντας στη δισκοθήκη".


Μουσική: Νίκος Ξυδάκης (σε 2 τραγούδια τη μουσική έγραψε ο Ν. Παπάζογλου)
Στίχοι: Μανώλης Ρασούλης (στο "Κανείς εδώ δεν τραγουδά" τους στίχους έγραψε ο Τάκης Σιμώτας)
Ερμηνεία: Νίκος Παπάζογλου, Σοφία Διαμαντή, Δημήτρης Κοντογιάννης, Διονύσης Σαββόπουλος
Ενορχήστρωση: Διονύσης Σαββόπουλος
Πρώτη Έκδοση: 22/3/1978


Σκηνή πρώτη. Αύγουστος 2004 στη Λέσβο. Εγώ πρωτοετής προς δευτεροετής φοιτητής, ξεκινάω τις διακοπές μου μαζί με τα δύο κολλητάρια. Λίγες μέρες πριν φύγουμε για Λέσβο κατέβηκα στο κέντρο της Αθήνας για να αγοράσω κανα cd για τις διακοπές. Ανάμεσα στα άλλα πήρα και την "Εκδίκηση της γυφτιάς", που τόσα είχα διαβάσει για αυτήν και το είχα αποφασισμένο από καιρό να την αποκτήσω σε cd "αυθεντικό" που λένε. Τον Παπάζογλου σαν καλλιτέχνη τον έμαθα στο Λύκειο, όταν αφήνοντας πίσω μου σιγά-σιγά τα ροκ ακούσματα της πρώτης εφηβείας, ανακάλυπτα από την αρχή τον πλούτο της λαϊκής μας μουσικής και έψαχνα μανιωδώς για σύγχρονα τραγούδια που να κινούνται ανάμεσα στο λαϊκό και το έντεχνο. Ο Παπάζογλου αυτό το εξέφραζε τέλεια και είχα γίνει φανατικός ακροατής του. Νωρίς το πρωί, γύρω στις 7-8 πατάμε λιμάνι Μυτιλήνης. Μπαίνουμε σ’ ένα ΚΤΕΛ κομματιασμένοι από την αϋπνία. Όλο το βράδυ στο ταξίδι από Πειραιά χαζολογούσαμε και χαβαλεδιάζαμε. Προορισμός ο Μόλυβος. Χύνομαι στο κάθισμα του λεωφορείου γλαρωμένος. Ο ήλιος γλυκός, πρωινός μπαίνει από το παράθυρο. Πατάω play και αρχίζει το cd να παίζει στα αυτιά μου. Μαγεύτηκα! Ανεβαίναμε στα βουνά της Λέσβου κι εγώ να ακούω "Μη μ’ αποκαλείς τεμπέλη και μου σπας το ηθικό" και "Σαν το δασάκι καίγομαι". Λιόδεντρα και πρασινάδα κιτρινισμένη απλώνεται από κάτω. Το μυαλό μου ταξιδεύει με τις μελωδίες και τους ρυθμούς της γυφτιάς. Τι παράξενος τίτλος ε; Η εκδίκηση της γυφτιάς σου λέει. Ταιριαστός όμως. Ήχοι από την Ανατολή, από την Τουρκία, τη Μικρασία. Εκεί που κοιτά ο Έλληνας στα δύσκολα. Εκεί που κοιτά και η Λέσβος που σεργιανάμε εμείς τώρα την πλάτη της με ένα λεωφορείο. Τα τραγούδια του δίσκου αυτού έγιναν το soundtrack του καλοκαιριού εκείνου για μένα. Ακόμα και τώρα όταν τα ακούω το μυαλό μου τρέχει εκεί και συγκινούμαι. Το ερώτημα μπαίνει αβίαστα. Τι ήταν αυτό που έκανε έναν 20άρη του 2004 να μαγευτεί με έναν δίσκο του 1978; Με έναν δίσκο που ήταν επανάσταση για τη δεκαετία του '70, αλλά μάλλον ξεπερασμένος για το 2000. Η απάντηση ίσως βρεθεί κάπου στα παρακάτω.

Σκηνή δεύτερη: Χειμώνας 1978. Ο Σαββόπουλος, ο Ρασούλης κι ο Ξυδάκης σε ένα τρένο Αθήνα-Θεσσαλονίκη. Έχουν στα χέρια τους την έγκριση της "Λύρας" του Πατσιφά για δίσκο. Ο Σαββόπουλος γυρνάει άυπνος στα βαγόνια ανάμεσα σε φαντάρους και ταξιδιώτες. Συλλογιέται τι όνομα να δώσουν στο δίσκο. Θυμάται και σημειώνει στην επανέκδοση του 2003: "(...) Μισώ το τραγούδι της κουλτούρας. Γίνεται συνεχώς και πιο άχαρο, περιγράφει τις πραγματικότητες και καθόλου δεν τις εκφράζει. Το ελαφρολαϊκό πάλι ποτέ μου δεν το χώνεψα.(...) Ο Χιώτης το κατάφερε καλούτσικα. Μ’ αυτά και μ’ αυτά φτάσαμε στα "γαλλικά" με λίγο μπουζούκι. Η πλέμπα αντέδρασε αμέσως με ένα λιγδερό είδος που αργότερα ονομάστηκε από τους υπερασπιστές της καθαρότητας της φυλής Ινδοπρεπές, τουρκογύφτικο ή γυφτιά. (...) Μα δεν είναι η πρώτη φορά που όταν οι άνθρωποι εδώ αγανακτούν, μουτζώνουν την Ευρώπη και λένε "καλύτεροι οι Τούρκοι." Το έχουμε αυτό και στον Μακρυγιάννη και στον Παπαδιαμάντη, το έχουμε και στον Καζαντζίδη, τηρουμένων βεβαίως των αναλογιών. (...) Γύρισα πίσω. Ο Μανώλης (σ.σ. Ρασούλης) και ο Νίκος (σ.σ. Ξυδάκης) κοιμόντουσαν. Πρώτη φορά βλέπω παιδιά με ανησυχίες και ιδεολογίες και απ’ όλα, να διαλέγουν όχι το κουλτουριάρικο αλλά το ντιπ λαϊκό. (...) "Καλημερούδια. Πώς σας φαίνεται για τίτλος η εκδίκηση της γυφτιάς;" (...) Ήταν αγουροξυπνημένοι και το δέχτηκαν".

Σκηνή τρίτη: Οι τρεις ταξιδιώτες μας έχουν φτάσει στη Θεσσαλονίκη. Πάνε να βρουν τον Πουσπούλ (από το push και pull), δηλαδή τον Νικόλα τον Παπάζογλου που του είχαν κολλήσει παλιότερα το παρατσούκλι αυτό λόγω της μανίας του με τα μηχανικά και τα ηλεκτρονικά. Έρχονται και οι Κοντογιάννηδες από τη Λειβαδιά για τον δίσκο. Βολεύονται όλοι στο σπίτι του Παπάζογλου. Ύπνος στρωματσάδα στο πάτωμα ο ένας πλάι στον άλλο. Πού λεφτά για ξενοδοχείο. Η ηχογράφηση γίνεται στο πρώτο στούντιο της Θεσσαλονίκης. Κάτω ακριβώς από το Ταχυδρομείο της Κάτω Τούμπας. Όλα τα μηχανήματα αποκτημένα με κόπο και "πειραγμένα" από τον Παπάζογλου. Σχεδόν χειροποίητα! Αυτός αναλαμβάνει και την ηχοληψία και τα τεχνικά. Ο Σαββόπουλος διεύθυνση και ενορχήστρωση. Η Βαρβάρα - γυναίκα του Παπάζογλου - έγγυος τότε, γράφει αυτή όταν ο άντρας της τραγουδά και αναλαμβάνει και τις φωτογραφίες! Το πρώτο καθαρά θεσσαλονικιώτικο στούντιο είναι γεγονός! Ο Σαββόπουλος το βάφτισε "Αγροτικόν" επειδή ήταν μακριά από την Αθήνα. Το Αγροτικόν έμελλε να είναι το λίκνο ενός νέου ρεύματος στο ελληνικό τραγούδι, αφενός γιατί εκεί ηχογραφήθηκε η "Εκδίκηση της γυφτιάς" και αφετέρου γιατί συνέβαλε τα μέγιστα στην ανάδειξη καλλιτεχνών που έβρισκαν αδιέξοδα στις μεγάλες εταιρίες (Χειμερινοί Κολυμβητές, Θανάσης Παπακωνσταντίνου, Σωκράτης Μάλαμας, Ορφέας Περίδης κ.ά.). Η λεγόμενη "Σχολή της Θεσσαλονίκης" μόλις είχε γεννηθεί...

Σαββόπουλος-Παπάζογλου στην Τούμπα κατά τη δημιουργία της "Εκδίκησης της γυφτιάς" το 1978

Σκηνή τέταρτη: Ο δίσκος δεν "τραβάει". Ή έτσι νομίζουν οι δημιουργοί του. Οι κριτικές από τις εφημερίδες και τα περιοδικά αποκαρδιωτικές. Τα τραγούδια χαρακτηρίζονται δήθεν λαϊκά. Ώσπου μια μέρα, σε κεντρικό δρόμο της Θεσσαλονίκης, ένα ζευγάρι νεαρών πάνω σε μοτοσυκλέτα σταματούν τον Παπάζογλου που είναι κι αυτός αναβάτης στη δική του μηχανή. Τον ρωτούν αν είναι ο Παπάζογλου και αν ενδιαφέρεται να παρουσιάσει την "Εκδίκηση της γυφτιάς" σε συναυλία του Φοιτητικού Συλλόγου της Θεσσαλονίκης. Η συναυλία γίνεται και χαλάει κόσμο. Και τι κόσμο. Φοιτητόκοσμο. Ο δίσκος που όλοι νόμιζαν ότι πάει κατά διαόλου είχε κάνει τη δουλιά του. Σιγόβραζε στο λαϊκό υποσυνείδητο και όχι μόνο. Οι φοιτητές ξέρανε τα τραγούδια καλύτερα κι από τους δημιουργούς τους!

***

Ενώστε τα παραπάνω και θα βγάλετε όλα τα απαραίτητα συμπεράσματα για τον δίσκο αυτό. Έναν δίσκο-ορόσημο που έγινε η αφετηρία ενός είδους που εξελίσσεται μέχρι και σήμερα. Μέσα στο απόγειο της "έντεχνης", "κουλτουριάρικης" και λίγο θολής πραγματικότητας των πρώτων μεταπολιτευτικών χρόνων, μια παρέα ανθρώπων, που και μορφωμένοι ήταν και ιδεολογικά φορτισμένοι και ανήσυχοι, φτιάχνουν έναν δίσκο που πηγαίνει εντελώς κόντρα στο ρεύμα. Με ήχους και ρυθμούς ατόφια λαϊκούς, ανατολίτικους, προσαρμοσμένους στα ελληνικά δεδομένα και με τους στίχους του Μανώλη Ρασούλη ερωτικούς, γνήσια αισθησιακούς και λαϊκά φιλοσοφημένους. Είναι το είδος αυτό που κινείται ανάμεσα στο λαϊκό και το έντεχνο, που πατάει γερά στο λαϊκό και βάζει λόγο απλό, αλλά σύγχρονο. Είναι το τραγούδι που σε κάνει να θέλεις να χορέψεις, να γλεντήσεις, να το ρίξεις έξω, αλλά όχι με τον απαράδεκτο αισθητικά τρόπο των λεγόμενων Ινδοευρωπαϊκών ή αργότερα των "σκυλάδικων".

Νίκος Ξυδάκης

Ο δίσκος ξεκινά με την μόλις 80 δευτερολέπτων κιθαριστική μπαλάντα "Βρέχει στην Εθνική Οδό", ερμηνευμένη από τον Σαββόπουλο, με το δίστιχο "κάποια τραγούδια γύφτικα / από ένα κέντρο εδώ κοντά / λένε για αγάπες και φιλιά / μου βαλαντώνουν την καρδιά " και το μπάσιμο που κάνει το τουμπερλέκι στα μισά του τραγουδιού να σε βάζουν για τα καλά στο νόημα του δίσκου αυτού τόσο μουσικά όσο και θεματολογικά. Τραγούδια "γύφτικα" λοιπόν που θα μιλήσουν για έρωτα. Ακολουθεί σχεδόν χωρίς παύση το εξαιρετικά αδικημένο "Κυρ διευθυντά των δίσκων" σαν φυσική συνέχεια του εναρκτήριου. Ένα από τα καλύτερα του δίσκου που ουδέποτε έγινε τόσο γνωστό όσο τα υπόλοιπα. Το θέμα σαφές. Θέλω να εκφράσω τον έρωτά μου μέσα από τα τραγούδια μου, γι’αυτό κυρ διευθυντά της δισκογραφικής βιάσου να κυκλοφορήσουμε το δίσκο. Η φωνή του Παπάζογλου, νεαρός, σχεδόν πρωτοεμφανιζόμενος τότε, σε καθηλώνει. Ακατέργαστη, με τον ανεπανάληπτο χαρακτηριστικό λιγμό της και το ιδιαίτερο χρώμα της είναι το ιδανικό μέσο για να εκτοξευθούν τα συγκεκριμένα τραγούδια. Ο δίσκος εξελίσσεται σαν ιστορία με ενιαίο θέμα. Ίσως φανεί υπερβολή, αλλά παρότι μιλάμε για λαϊκά τραγούδια, ο δίσκος μοιάζει με αυτό που λέμε "κύκλο τραγουδιών", χαρακτηριστικό των καθαρά "έντεχνων" δίσκων. Εδώ είναι ίσως και το μυστικό του...

Δημήτρης Κοντογιάννης

Για τα υπόλοιπα του δίσκου απλώς θα σας πω ότι τραγούδια όπως τα "Τρελή κι αδέσποτη" και "Κανείς εδώ δεν τραγουδά" θα τα τραγουδάνε και τα δισέγγονά μας! Θεωρούνται ήδη διαχρονικά και κλασικά. Όλος ο δίσκος ακούγεται από την αρχή μέχρι το τέλος χωρίς να πετάξεις τίποτα. Δυστυχώς, πέραν των δύο προαναφερομένων, τα υπόλοιπα δεν ακούγονται πλέον τόσο πολύ, παρότι είναι εξίσου καλά. Το "Χαβαλεδιάρικο" με τη χαρακτηριστική ερμηνεία των Νίκου Παπάζογλου, Δημήτρη Κοντογιάννη, Σοφίας Διαμαντή, το "Μη μ’ αποκαλείς τεμπέλη" , το "Του χάρου το παράπονο" με τον εξαίρετο ερμηνευτικό διάλογο Παπάζογλου-Κοντογιάννη και πάει λέγοντας. Και ποιός δεν έχει πει τη φράση "Τι να τα κάνεις τα λεφτά άμα δεν έχεις φράγκο"; Από τους νεότερους λίγοι ξέρουν ότι πρόκειται για στίχο από το προτελευταίο κομμάτι της "Εκδίκησης" με τίτλο "Το Τροχαίο". Ο δίσκος κλείνει τον πρώτο αυτό κύκλο της "καλής παρέας" (Ρασούλης-Ξυδάκης-Παπάζογλου) και πάλι με μια μικρής διάρκειας μπαλάντα από τον Σαββόπουλο. Ο κύκλος θα ολοκληρωθεί λίγους μήνες αργότερα με τα "Δήθεν", την απάντηση των νέων τότε δημιουργών στις κριτικές περί δήθεν λαϊκών...






Ψαχουλεύοντας στη δισκοθήκη #1 : "Ο Σταυρός του Νότου"
Ψαχουλεύοντας στη δισκοθήκη #2 : "Τα τραγούδια της Χαρούλας"

-----------------------------------------------------------
Πληροφορίες (και η 2η φωτο) αντλήθηκαν από το ένθετο της επανέκδοσης του δίσκου το 2003 από τη Lyra και την Εταιρία Γενικών Εκδόσεων.

2 σχόλια:

Dr Low είπε...

Πραγματικό διαμάντι ο δίσκος με έναν Παπάζογλου να τα δίνει όλα όπως κάθε φορά!
Ευκαιρία να τον ξανακούσω σήμερα...

Να'σαι καλά μικρέ! Πολλά φιλιά!

Stepas είπε...

Έτσι είναι. Πολύ σπουδαίος δίσκος κι ένας Παπάζογλου στα καλύτερά του.

Κι εσύ να σαι καλά El μου! Φιλιά!